διαθήκας

διαθήκας
διαθήκᾱς , διαθήκη
disposition
fem acc pl
διαθήκᾱς , διαθήκη
disposition
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακοτεχνώ — (Α και κακοτεχνῶ, έω) [κακότεχνος] νεοελλ. 1. κατασκευάζω κάτι κακότεχνα 2. μιμούμαι άτεχνα έργο τέχνης αρχ. 1. ενεργώ με δόλο και πονηρία, μεταχειρίζομαι κακά τεχνάσματα, είμαι πανούργος («κακοτεχνῶν δὲ φαίνει περὶ τὰς διαθήκας», Δημοσθ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκευοποιώ — έω, Α [σκευοποιός] 1. παρασκευάζω κάτι με τέχνη, με πανουργία, με ευφυΐα (α. «σκευοποιεῑν τὰς ὄψεις» λεγόταν για τις γυναίκες που έβαφαν τα πρόσωπά τους, Αλεξ. β. «σκευοποιεῑν διαθήκας» το να γράφει κανείς πλαστή διαθήκη, Ισαί.) 2. (το παθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”